ἀνυπερβάτους

ἀνυπερβάτους
ἀνυπέρβατος
impassable
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανυπέρβατος — η, ο (Α ἀνυπέρβατος, ον) 1. (για τόπους) αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον περάσει, να τον υπερπηδήσει («κρημνοὺς ἀνυπερβάτους») 2. μτφ. ανυπέρβλητος, ακατανίκητος αρχ. (επίρρ., τως) α) χωρίς καμμιά παράλειψη β) λεπτομερώς γ) συνεχώς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”